- παλάμης
- παλάμηpalm of the handfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλάμῃς — παλάμη palm of the hand fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλάμηις — παλάμῃς , παλάμη palm of the hand fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέναρ — το (Α θέναρ, αρος) ανατ. σαρκώδης προεξοχή τής παλάμης που σχηματίζεται από τους μυς τού αντίχειρα στη βάση του, το κοίλο τής παλάμης, η χούφτα αρχ. 1. το πέλμα τού ποδιού 2. φρ. α) «θέναρ βωμοῖο» το κοίλωμα που βρισκόταν πάνω στην επιφάνεια τού… … Dictionary of Greek
ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… … Dictionary of Greek
δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… … Dictionary of Greek
καράτε — I (karate). Είδος ιαπωνικής πάλης που έχει τις καταβολές του στους λαϊκούς τρόπους αυτοάμυνας χωρίς όπλα, οι οποίοι ήταν γνωστοί στην Ασία από την αρχαιότητα. To κ., που σημαίνει στην ιαπωνική γλώσσα με γυμνά χέρια, αποτελεί ένα σύστημα… … Dictionary of Greek
ξανάστροφος — η, ο (Μ [ἐ]ξανάστροφος, η, ον) 1. αυτός που έχει αντίστροφη φορά, ανάστροφος, αντίστροφος 2. αναποδογυρισμένος, ανεστραμμένος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ξανάστροφη α) η ανεστραμμένη όψη, η αντίθετη επιφάνεια, η ανάποδη β) χτύπημα που δίνεται με τη … Dictionary of Greek
οπισθέναρ — το (Α ὀπισθέναρ, αρος) η σαρκώδης προεξοχή που σχηματίζεται στο ωλένιο χείλος τής παλάμης από τους μυς τού μικρού δακτύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀπισθο θέναρ (< ὄπισθεν + θέναρ «το κοίλο τής παλάμης, χούφτα»), με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς >… … Dictionary of Greek
παλαμιαίος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλάμη 2. αυτός που έχει το μήκος ή τις διαστάσεις μιας παλάμης, σπιθαμιαίος 3. (κατ επέκτ.) πολύ χαμηλός 4. φρ. «παλαμιαία τόξα» ονομασία δύο αρτηριακών τόξων τής παλάμης, τού επιπολής και τού εν τω… … Dictionary of Greek
υποθέναρ — το / ὑποθέναρ, αρος, ΝΑ ανατ. το οπισθέναρ αρχ. 1. το τμήμα τής παλάμης που βρίσκεται δίπλα στα δάχτυλα 2. η βάση τού αντίχειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θέναρ «το κοίλο τής παλάμης, χούφτα» (πρβλ. ὀπισθέναρ)] … Dictionary of Greek